πλούσιος

πλούσιος
4145 πλούσιος
{прил., 28}
богатый, обильный, изобилующий; как сущ. богач.
Ссылки: Мф. 19:23, 24; 27:57; Мк. 10:25; 12:41; Лк. 6:24; 12:16; 14:12; 16:1, 19, 21, 22; 18:23, 25; 19:2; 21:1; 2Кор. 8:9; Еф. 2:4; 1Тим. 6:17; Иак. 1:10, 11; 2:5, 6; 5:1; Откр. 2:9; 3:17; 6:15; 13:16.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πλούσιος" в других словарях:

  • πλούσιος — wealthy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ …   Dictionary of Greek

  • πλούσιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, που έχει αφθονία ενός πράγματος ή μιας ιδιότητας: Τόπος πλούσιος σε ομορφιές. 2. άφθονος, πολυτελής: Πλούσια συγκομιδή. – Πλούσιος διάκοσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλουσιώτερον — πλούσιος wealthy adverbial comp πλούσιος wealthy masc acc comp sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιωτάτων — πλούσιος wealthy fem gen superl pl πλούσιος wealthy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιωτέραις — πλούσιος wealthy fem dat comp pl πλουσιωτέρᾱͅς , πλούσιος wealthy fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιωτέρων — πλούσιος wealthy fem gen comp pl πλούσιος wealthy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιώτατα — πλούσιος wealthy adverbial superl πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσιώτατον — πλούσιος wealthy masc acc superl sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσίω — πλούσιος wealthy masc/neut nom/voc/acc dual πλούσιος wealthy masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουσίων — πλούσιος wealthy fem gen pl πλούσιος wealthy masc/neut gen pl πλουσιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλουσιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»